- θηλύφωνος
- θηλύφωνος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει γυναικεία φωνή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, καλλί-φωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θηλύφωνον — θηλύφωνος with woman s voice masc/fem acc sg θηλύφωνος with woman s voice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλύφωνα — θηλύφωνος with woman s voice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυ- — (ΑΜ θηλυ ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ. ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων αρχ. θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος,… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek